συοβαύβαλος

συοβαύβαλος
σῠο-βαύβᾰλος,
A of or from a pig-sty, σ. λόγος a swineherd's song, Cratin.312:—as Subst.(sc.σταθμός) pig-sty, Hsch., Phot.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συοβαύβαλος — και συβαύβαλος, ὁ, Α 1. ο συφεός*. το χοιροστάσιο 2. (με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συφεό, στον χώρο όπου κοιμούνται τα γουρούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + βαυβῶ «κοιμάμαι» + επίθημα αλος (πρβλ. πάσσ αλος)] …   Dictionary of Greek

  • συβαύβαλος — ὁ, Α (δ. τ.) βλ. συοβαύβαλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”